- αείδωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν τόν είδε κανείς, ο ανείδωτος2. όποιος δεν έχει δει, δεν έχει γνωρίσει πολλά, ο άπειρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + επίθ. *ειδωτὸς < θ. είδ- τού βλέπω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αΐδωτος — η, ο ο αείδωτος* … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αει- — (Α ἀει ) το αρχαίο επίρρ. ἀεί, ως α συνθετικό αρχαίων και νεώτερων επιθέτων, δηλώνει συνέχεια, διάρκεια. Στην αρχ. Ελληνική το ἀεί, ως α συνθετικό παρουσιάζει μεγάλη παραγωγικότητα υπάρχουν περίπου 76 λέξεις με α συνθ. ἀεί (αἰέν ). (πρβλ. Liddell … Dictionary of Greek